- προπυλενογλυκόλη
- η, Νχημ. κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης 1, 2-προπανοδιόλη, η οποία παρασκευάζεται με ενυδάτωση τού προπυλενοξειδίου ή με επίδραση χλωριούχου ύδατος και ανθρακικού νατρίου στο προπυλένιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.